- εναγής
- -ές (AM ἐναγής, -ές)αυτός που ενέχεται σε άγος*, ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή ανοσιούργημα, καταραμένος, αφορισμένος, αποτρόπαιοςαρχ.1. (για λόγους ή πράγμ.) βδελυρός, μυσαρός, ανόσιος2. αυτός που δεσμεύεται με κατάρα εναντίον του για την περίπτωση απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῑ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῑν», Σοφ.)επίρρ...ἐναγῶςευσεβώς, με σεβασμό.
Dictionary of Greek. 2013.